- τσιφλικά
- ağa, derebeyi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek
Ρέι, Μικολάι — (Rey, 1505 – 1569). Πολωνός συγγραφέας της εποχής της Αναγέννησης. Από τα σημαντικότερα έργα του είναι η Σύντομη συζήτηση ανάμεσα σε τρία πρόσωπα, έναν τσιφλικά, έναν επιστάτη, έναν ιερέα (1543). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα έργα του Έμπορος… … Dictionary of Greek
τσιφλίκι — το (λ. τουρκ.), μεγάλο αγρόκτημα ή και ολόκληρο χωριό, που καλλιεργείται από τους κολίγους του τσιφλικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)